αραβούργημα

αραβούργημα
το
έργο τέχνης κατά τον αραβικό ρυθμό, διακόσμηση με γεωμετρικά σχήματα απλά ή ανάμεικτα με άλλα διακοσμητικά στοιχεία (κλαδιά, φύλλα, λουλούδια κτλ.): Ονομαστά ήταν τα αραβουργήματα στα ανάκτορα Αλκαζάρ στο Τολέδο της Ισπανίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αραβούργημα — Ανεικονική διακοσμητική σύνθεση, χαρακτηριστική της αραβικής τέχνης. Α. υψηλής τέχνης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου. Δείγματα α. υπάρχουν και στο αθηναϊκό μουσείο Μπενάκη. Βλ. λ. ισλαμισμός (τέχνη). * * * το 1. ζωγραφικό …   Dictionary of Greek

  • αραβογραφία — η το αραβούργημα* …   Dictionary of Greek

  • αραβοποίκιλμα — το διακοσμητικό σχέδιο που βασίζεται στην αραβική τέχνη, αραβούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + ποίκιλμα < ποικίλλω. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1884 στον Παναγ. Καββαδία] …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Κρίστενσεν, Τομ — (Tom Kristensen, Λονδίνο 1893 – Δανία 1974). Δανός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, από το οποίο αποφοίτησε το 1919. Το 1920 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Όνειρα πειρατή. Επίσης,… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”